Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… … Dictionary of Greek
Παναγίας, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Ακρωτηριανής (Τοπλού). Ανδρικό μοναστήρι του νομού Λασιθίου. Bλ. λ. Τοπλού, μονή. 2. Καλυβιανής. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Ηρακλείου. Bλ. λ. Καλυβιανής (Παναγίας), μονή. 3. Κλεισούρας … Dictionary of Greek
Πετράκη, μονή — Βρίσκεται στην Αθήνα, πίσω από το νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μέσα σε μικρή συστάδα από αιωνόβια πεύκα και κυπαρίσσια, που αποτελούν το τελευταίο υπόλειμμα του δάσους που σκέπαζε παλιότερα την περιοχή. Στο κτίριο που χτίστηκε τελευταία στην Α πλευρά … Dictionary of Greek
Καισαριανής, μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Υμηττού, 6 χλμ. Α του κέντρου της Αθήνας. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στην περιοχή υπήρχε οικισμός από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με διάφορες αρχαίες μαρτυρίες, στον χώρο αυτό, που… … Dictionary of Greek
Αγίας Κυριακής, μονή — Ονομασία τριών μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι σε μικρή απόσταση από το χωριό Λουτρό, προς την πλευρά του Αλιάκμονα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Βεροίας και Ναούσης. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην πρώην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών, κοντά… … Dictionary of Greek
Τατάρνας, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ευρυτανίας, στη νοτιοδυτική περιοχή των ευρυτανικών Αγράφων, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Ναυπακτίας. Αρχικά το μοναστήρι ονομαζόταν Παναγίας της Φανερωμένης και αργότερα επικράτησε η σημερινή ονομασία από το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Βυζαντινό Λευκωσίας (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού). Η ιδέα του Πνευματικού Κέντρου ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Άρχισε να χτίζεται, υπό την επίβλεψή του, το 1972, και έπειτα από πολλές καθυστερήσεις, λόγω… … Dictionary of Greek
Μάρκου — Επώνυμο οικογένειας αγιογράφων από το Άργος. 1. Αντώνιος (τέλη 17ου – αρχές 18ου αι.). Αδελφός του Γεωργίου (2.), από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη της ζωγραφικής και συνεργάστηκε μαζί του στη διακόσμηση πολλών εκκλησιών της Αττικής. Ωστόσο και ο … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek